- θρισσέμπορος
- θρισσ-έμπορος, ὁ,A dealer in θρίσσαι, PCair.Zen.261 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρισσέμπορος — θρισσέμπορος, ὁ (Α) έμπορος θρίσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίσσα + έμπορος] … Dictionary of Greek
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek